Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, τα όσα διαδραματίστηκαν χθες στην Αίθουσα του Κοινοβουλίου είναι ενδεικτικά της σύγχυσης που επικρατεί στη χώρα. Ένα νομοσχέδιο που εισήχθη προς ψήφιση από μία συγκυβέρνηση ΠΑΣΟΚ, Νέας Δημοκρατίας και ΛΑΟΣ ψηφίστηκε τελικά από το ΠΑΣΟΚ, το ΣΥΡΙΖΑ και τη Δημοκρατική Αριστερά, αφού προηγουμένως προκάλεσε μια μίνι κυβερνητική κρίση. Σε κυβερνητικό επίπεδο αυτό είναι ενδεικτικό της αναμενόμενης αδυναμίας ή καλύτερα της άρνησης των συμμετεχόντων στην παρούσα Κυβέρνηση να συμμετάσχουν σε ειλικρινείς, αμοιβαίες, δεσμευτικές διαδικασίες διαβούλευσης και διαλόγου. Εκφράζουν δε την αδυναμία να υπερκεράσουν πολλαπλούς ανεξάρτητους, ασυντόνιστους φορείς πολιτικής ή μικροπολιτικής και αυτόνομα κέντρα εξουσίας.
Αν κρίναμε αυτό που γινόταν σε πολιτικό επίπεδο, θα το χαρακτηρίζαμε ως μία πλήρη επικράτηση του νεοσυντηρητισμού και της θεμελιώδους αρχής του που είναι η ελαχιστοποίηση των συλλογικών αποφάσεων που λαμβάνονται στο πλαίσιο των πολιτικών θεσμών και η μεγιστοποίηση εκείνων των αποφάσεων που λαμβάνονται στο πεδίο όπου η εμπιστοσύνη ήδη υφίσταται, δηλαδή στην αγορά.
Σε εθνικό επίπεδο αρνούμαστε να κοιτάξουμε την αλήθεια κατάματα. Ακόμα και τώρα η λογική απουσιάζει. Τρεφόμαστε διαρκώς με την ανοησία μιας κακώς εννοούμενης διεθνοποίησης μιας λογικής «αυτοθυματοποίησης». Η υποστήριξή της σε διεθνές επίπεδο το μόνο που επιβεβαιώνει είναι η αδυναμία μας να αντιδράσουμε. Κι έτσι κινδυνεύουμε να βρεθούμε εντός Ευρώπης βέβαια, αλλά εκτός ιστορίας, απλοί παρατηρητές της, δυσκολευόμενοι να βρούμε το νέο, κατάλληλο ρόλο στην καινούργια εποχή.
Από την άλλη μεριά, αδυνατούμε να συγκροτήσουμε μία πολιτική διεθνών συμμαχιών. Αδυνατούμε να πείσουμε όλους τους Ευρωπαίους ή τους μεσογειακούς λαούς, τους νότιους, ότι είμαστε στην ίδια πλευρά του λόφου και ότι η πολιτική της εξαθλίωσης για μια γενιά εκατομμυρίων Ελλήνων, ακόμα και αν ήταν δυνατό να εφαρμοστεί επί μακρόν - που δεν είναι -, ακόμα κι αν έδινε οριστική λύση - που δεν δίνει -, είναι μία πολιτική αποκρουστική και διχαστική για την ίδια την Ευρώπη, την κουλτούρα, την ιστορία της και την ιστορική της συνείδηση που συνεχίζει να διαμορφώνεται.
Έρχομαι τώρα στο νομοσχέδιο. Είναι άλλο ένα πολυνομοσχέδιο, αυτή τη φορά του ΥΠΕΚΑ. Έτσι είναι αδύνατο να τοποθετηθεί κανείς επί του συνόλου. Πράγματι σ’ ένα μεγάλο τμήμα του γίνεται εφαρμογή, εναρμόνιση του εθνικού δικαίου με κοινοτική οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Νοεμβρίου 2008 σχετικά με την προστασία του περιβάλλοντος μέσω ποινικού δικαίου. Προστίθενται όμως κι άλλες ρυθμίσεις που ξεφεύγουν του πλαισίου αυτού. Ενδεικτικά θα αναφερθώ μόνο σε δύο - τρία ζητήματα.
Στο άρθρο 49 νομίζω ότι σωστά προσθέσατε ότι τοπογραφικά διαγράμματα δεν απαιτούνται όταν η βεβαίωση αφορά αδόμητα αγροτεμάχια και κληροτεμάχια.
Θα αναφερθώ στο άρθρο 52 επειδή έγιναν αρκετές αναφορές. Από μία πρόσθετη ανάγνωση φαίνεται σωστό να κατατάσσονται στο θεσμικό πλαίσιο που ισχύει για υδροηλεκτρικά έργα με ισχύ μικρότερη των 15 μεγαβάτ και έργα με μεγαλύτερη ισχύ. Είναι όμως πραγματικά έτσι; Η απάντηση δεν είναι εύκολη. Είναι σωστό να αντιμετωπίζεται ένα έργο με μόνο κριτήριο την πηγή ενέργειας κι όχι το μέγεθός του και τις επιπτώσεις του, αφού είναι αποδεκτό και αληθές ότι οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις των μεγάλων υδροηλεκτρικών έργων και η πιθανότητα προσβολής του περιβάλλοντος είναι σαφώς μεγαλύτερες έναντι των μικρών;
Επιτρέψτε μου να κάνω δύο γενικότερα σχόλια. Το ένα είναι γι’ αυτήν τη διάκριση μεγάλου και μικρού έργου. Πράγματι, η υδραυλική ενέργεια, ο λευκός άνθρακας όπως έχει ειπωθεί, μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο στο δρόμο της ανάπτυξης. Και πράγματι η χώρα μας διαθέτει ένα από τα πλέον έντονα ορεινά τοπογραφικά του ευρωπαϊκού χώρου τα οποία, εφόσον αξιοποιηθούν, μπορούν να δώσουν άριστα αποτελέσματα όσον αφορά τη χρήση των επιφανειακών υδάτων, όπως συμβαίνει σε άλλες χώρες, όπως για παράδειγμα στη Νορβηγία.
Επίσης, πράγματι, τα μικρά υδροηλεκτρικά έχουν αρκετά πλεονεκτήματα: δεν έχουν απόβλητα ή κατάλοιπα, δεν μολύνουν το περιβάλλον, έχουν μεγάλο βαθμό απόδοσης, μικρό λειτουργικό κόστος και είναι έργα υψηλής εγχώριας προστιθέμενης αξίας.
Και εδώ, όμως, υπάρχουν προβλήματα. Καταρχήν, είναι λάθος ο διαχωρισμός σε μικρό και μεγάλο να γίνεται μόνο με την εγκατεστημένη ισχύ του έργου. Αυτός ο διαχωρισμός λαμβάνει υπόψη μόνο την τυποποίηση του ηλεκτρομηχανολογικού εξοπλισμού που προσφέρουν οι εταιρείες και όχι τις υπόλοιπες διαφορές. Έτσι, το όριο των 10 πριν, των 15 τώρα ίσως είναι υψηλό για τη χώρα μας.
Δεύτερον, η μέχρι τώρα ιστορία στη χώρα έχει δείξει ότι τα μέχρι τώρα έργα δεν συνυπολόγιζαν τη συνολική θεώρηση του δυναμικού των ποταμών και εκτίμηση των δυνατοτήτων σε όλη τους τη λεκάνη. Επιπλέον, παρακολουθούμε να επανέρχονται κατά καιρούς μελέτες copy paste, αφού είτε προηγουμένως έχουν απορριφθεί είτε έχουν αποσυρθεί χωρίς όμως ουσιαστικές αλλαγές. Γι’ αυτό ακριβώς χρειάζεται μια ιδιαίτερη προσοχή και προστασία του τοπίου. Είναι τέτοια η αυθαιρεσία κάποιων με δεδομένη τη φιλική διάθεση πολλών απέναντι στα υδροηλεκτρικά που προβαίνουν σε προκαταρτικές εργασίες, χωρίς καμία άδεια. Έχει γίνει στο νομό μου.
Το δεύτερο σχόλιο έχει να κάνει με την ενέργεια γενικά. Είναι προφανές ότι η χώρα μας κυρίως, αλλά και ο ευρωπαϊκός νότος συνολικά, είναι σε πλεονεκτική θέση τόσο για τις ΑΠΕ γενικά, όσο και ειδικότερα για τη χρήση της ηλιακής ενέργειας, όχι μόνο συνολικά για την παραγωγή της ηλεκτρικής ενέργειας, αλλά και για την προσπάθεια απορρύπανσης στη βιομηχανική παραγωγή. Αυτό ίσως εξηγεί την επιμονή κάποιων ότι θα μετατραπούμε σε Ταϋλάνδη της Ευρώπης. Έτσι αν δεν υπάρχει μια εθνική στρατηγική πολλές φορές η βιασύνη για να πληρώσουμε την καθυστέρηση στις ΑΠΕ είναι πιθανόν να μας οδηγήσει σε μια νέα εθνική αποτυχία.
Θα κλείσω με το άρθρο 56. Η αναίρεση της παραγράφου 3 του άρθρου 7 του ν.3199/2003 και η υπερίσχυση των περιφερειακών σχεδίων διαχείρισης λεκανών απορροής ποταμών των σχεδίων υδάτινων πόρων έναντι των περιφερειακών χωροταξικών σχεδίων είναι μάλλον παράδοξη και η υποταγή του όλου στο μερικό, του γενικού στο ειδικό είναι μια πρωτοτυπία! Η δε διαδικασία διαβούλευσης των υδάτινων πόρων δεν ζητά τη σύμφωνη γνώμη των συντεταγμένων περιφερειακών φορέων, αλλά αυτή της κεντρικής υπηρεσίας υδάτων του ΥΠΕΚΑ πριν την έκδοση προεδρικού διατάγματος, άρα θα πρέπει να υπάρχει τουλάχιστον η σύμφωνη γνώμη του περιφερειακού συμβουλίου. Έτσι το άρθρο αυτό χρειάζεται να τροποποιηθεί ριζικά είτε να αποσυρθεί.
Κλείνοντας, επιτρέψτε μου ένα τελευταίο σχόλιο. Διαβάζοντας προσεκτικά την τρίτη ενότητα του νομοσχεδίου μου δημιουργείται η εντύπωση πως η ελληνική πολιτική και η υποστηρικτική αυτής ελληνική γραφειοκρατία είναι ιδιαίτερα αποτελεσματική όταν ασχολείται με την επίλυση ιδιαίτερων (ειδικών) προβλημάτων. Αν είχε την ίδια ικανότητα και στη δημιουργία και εφαρμογή ενός γενικότερου θεσμικού πλαισίου για τη χώρα, τότε μάλλον όλα θα ήταν διαφορετικά.
Ευχαριστώ.
Αν κρίναμε αυτό που γινόταν σε πολιτικό επίπεδο, θα το χαρακτηρίζαμε ως μία πλήρη επικράτηση του νεοσυντηρητισμού και της θεμελιώδους αρχής του που είναι η ελαχιστοποίηση των συλλογικών αποφάσεων που λαμβάνονται στο πλαίσιο των πολιτικών θεσμών και η μεγιστοποίηση εκείνων των αποφάσεων που λαμβάνονται στο πεδίο όπου η εμπιστοσύνη ήδη υφίσταται, δηλαδή στην αγορά.
Σε εθνικό επίπεδο αρνούμαστε να κοιτάξουμε την αλήθεια κατάματα. Ακόμα και τώρα η λογική απουσιάζει. Τρεφόμαστε διαρκώς με την ανοησία μιας κακώς εννοούμενης διεθνοποίησης μιας λογικής «αυτοθυματοποίησης». Η υποστήριξή της σε διεθνές επίπεδο το μόνο που επιβεβαιώνει είναι η αδυναμία μας να αντιδράσουμε. Κι έτσι κινδυνεύουμε να βρεθούμε εντός Ευρώπης βέβαια, αλλά εκτός ιστορίας, απλοί παρατηρητές της, δυσκολευόμενοι να βρούμε το νέο, κατάλληλο ρόλο στην καινούργια εποχή.
Από την άλλη μεριά, αδυνατούμε να συγκροτήσουμε μία πολιτική διεθνών συμμαχιών. Αδυνατούμε να πείσουμε όλους τους Ευρωπαίους ή τους μεσογειακούς λαούς, τους νότιους, ότι είμαστε στην ίδια πλευρά του λόφου και ότι η πολιτική της εξαθλίωσης για μια γενιά εκατομμυρίων Ελλήνων, ακόμα και αν ήταν δυνατό να εφαρμοστεί επί μακρόν - που δεν είναι -, ακόμα κι αν έδινε οριστική λύση - που δεν δίνει -, είναι μία πολιτική αποκρουστική και διχαστική για την ίδια την Ευρώπη, την κουλτούρα, την ιστορία της και την ιστορική της συνείδηση που συνεχίζει να διαμορφώνεται.
Έρχομαι τώρα στο νομοσχέδιο. Είναι άλλο ένα πολυνομοσχέδιο, αυτή τη φορά του ΥΠΕΚΑ. Έτσι είναι αδύνατο να τοποθετηθεί κανείς επί του συνόλου. Πράγματι σ’ ένα μεγάλο τμήμα του γίνεται εφαρμογή, εναρμόνιση του εθνικού δικαίου με κοινοτική οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Νοεμβρίου 2008 σχετικά με την προστασία του περιβάλλοντος μέσω ποινικού δικαίου. Προστίθενται όμως κι άλλες ρυθμίσεις που ξεφεύγουν του πλαισίου αυτού. Ενδεικτικά θα αναφερθώ μόνο σε δύο - τρία ζητήματα.
Στο άρθρο 49 νομίζω ότι σωστά προσθέσατε ότι τοπογραφικά διαγράμματα δεν απαιτούνται όταν η βεβαίωση αφορά αδόμητα αγροτεμάχια και κληροτεμάχια.
Θα αναφερθώ στο άρθρο 52 επειδή έγιναν αρκετές αναφορές. Από μία πρόσθετη ανάγνωση φαίνεται σωστό να κατατάσσονται στο θεσμικό πλαίσιο που ισχύει για υδροηλεκτρικά έργα με ισχύ μικρότερη των 15 μεγαβάτ και έργα με μεγαλύτερη ισχύ. Είναι όμως πραγματικά έτσι; Η απάντηση δεν είναι εύκολη. Είναι σωστό να αντιμετωπίζεται ένα έργο με μόνο κριτήριο την πηγή ενέργειας κι όχι το μέγεθός του και τις επιπτώσεις του, αφού είναι αποδεκτό και αληθές ότι οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις των μεγάλων υδροηλεκτρικών έργων και η πιθανότητα προσβολής του περιβάλλοντος είναι σαφώς μεγαλύτερες έναντι των μικρών;
Επιτρέψτε μου να κάνω δύο γενικότερα σχόλια. Το ένα είναι γι’ αυτήν τη διάκριση μεγάλου και μικρού έργου. Πράγματι, η υδραυλική ενέργεια, ο λευκός άνθρακας όπως έχει ειπωθεί, μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο στο δρόμο της ανάπτυξης. Και πράγματι η χώρα μας διαθέτει ένα από τα πλέον έντονα ορεινά τοπογραφικά του ευρωπαϊκού χώρου τα οποία, εφόσον αξιοποιηθούν, μπορούν να δώσουν άριστα αποτελέσματα όσον αφορά τη χρήση των επιφανειακών υδάτων, όπως συμβαίνει σε άλλες χώρες, όπως για παράδειγμα στη Νορβηγία.
Επίσης, πράγματι, τα μικρά υδροηλεκτρικά έχουν αρκετά πλεονεκτήματα: δεν έχουν απόβλητα ή κατάλοιπα, δεν μολύνουν το περιβάλλον, έχουν μεγάλο βαθμό απόδοσης, μικρό λειτουργικό κόστος και είναι έργα υψηλής εγχώριας προστιθέμενης αξίας.
Και εδώ, όμως, υπάρχουν προβλήματα. Καταρχήν, είναι λάθος ο διαχωρισμός σε μικρό και μεγάλο να γίνεται μόνο με την εγκατεστημένη ισχύ του έργου. Αυτός ο διαχωρισμός λαμβάνει υπόψη μόνο την τυποποίηση του ηλεκτρομηχανολογικού εξοπλισμού που προσφέρουν οι εταιρείες και όχι τις υπόλοιπες διαφορές. Έτσι, το όριο των 10 πριν, των 15 τώρα ίσως είναι υψηλό για τη χώρα μας.
Δεύτερον, η μέχρι τώρα ιστορία στη χώρα έχει δείξει ότι τα μέχρι τώρα έργα δεν συνυπολόγιζαν τη συνολική θεώρηση του δυναμικού των ποταμών και εκτίμηση των δυνατοτήτων σε όλη τους τη λεκάνη. Επιπλέον, παρακολουθούμε να επανέρχονται κατά καιρούς μελέτες copy paste, αφού είτε προηγουμένως έχουν απορριφθεί είτε έχουν αποσυρθεί χωρίς όμως ουσιαστικές αλλαγές. Γι’ αυτό ακριβώς χρειάζεται μια ιδιαίτερη προσοχή και προστασία του τοπίου. Είναι τέτοια η αυθαιρεσία κάποιων με δεδομένη τη φιλική διάθεση πολλών απέναντι στα υδροηλεκτρικά που προβαίνουν σε προκαταρτικές εργασίες, χωρίς καμία άδεια. Έχει γίνει στο νομό μου.
Το δεύτερο σχόλιο έχει να κάνει με την ενέργεια γενικά. Είναι προφανές ότι η χώρα μας κυρίως, αλλά και ο ευρωπαϊκός νότος συνολικά, είναι σε πλεονεκτική θέση τόσο για τις ΑΠΕ γενικά, όσο και ειδικότερα για τη χρήση της ηλιακής ενέργειας, όχι μόνο συνολικά για την παραγωγή της ηλεκτρικής ενέργειας, αλλά και για την προσπάθεια απορρύπανσης στη βιομηχανική παραγωγή. Αυτό ίσως εξηγεί την επιμονή κάποιων ότι θα μετατραπούμε σε Ταϋλάνδη της Ευρώπης. Έτσι αν δεν υπάρχει μια εθνική στρατηγική πολλές φορές η βιασύνη για να πληρώσουμε την καθυστέρηση στις ΑΠΕ είναι πιθανόν να μας οδηγήσει σε μια νέα εθνική αποτυχία.
Θα κλείσω με το άρθρο 56. Η αναίρεση της παραγράφου 3 του άρθρου 7 του ν.3199/2003 και η υπερίσχυση των περιφερειακών σχεδίων διαχείρισης λεκανών απορροής ποταμών των σχεδίων υδάτινων πόρων έναντι των περιφερειακών χωροταξικών σχεδίων είναι μάλλον παράδοξη και η υποταγή του όλου στο μερικό, του γενικού στο ειδικό είναι μια πρωτοτυπία! Η δε διαδικασία διαβούλευσης των υδάτινων πόρων δεν ζητά τη σύμφωνη γνώμη των συντεταγμένων περιφερειακών φορέων, αλλά αυτή της κεντρικής υπηρεσίας υδάτων του ΥΠΕΚΑ πριν την έκδοση προεδρικού διατάγματος, άρα θα πρέπει να υπάρχει τουλάχιστον η σύμφωνη γνώμη του περιφερειακού συμβουλίου. Έτσι το άρθρο αυτό χρειάζεται να τροποποιηθεί ριζικά είτε να αποσυρθεί.
Κλείνοντας, επιτρέψτε μου ένα τελευταίο σχόλιο. Διαβάζοντας προσεκτικά την τρίτη ενότητα του νομοσχεδίου μου δημιουργείται η εντύπωση πως η ελληνική πολιτική και η υποστηρικτική αυτής ελληνική γραφειοκρατία είναι ιδιαίτερα αποτελεσματική όταν ασχολείται με την επίλυση ιδιαίτερων (ειδικών) προβλημάτων. Αν είχε την ίδια ικανότητα και στη δημιουργία και εφαρμογή ενός γενικότερου θεσμικού πλαισίου για τη χώρα, τότε μάλλον όλα θα ήταν διαφορετικά.
Ευχαριστώ.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου