Το θέμα της επιστροφής των νέων στην επαρχία, που καλλιεργείται εντέχνως το τελευταίο διάστημα, ίσως αποδειχθεί ένας νέος ελληνικός μύθος.
Επιφανειακά το θέμα είναι ωραίο και ελκυστικό, θυμίζει χίπις της δεκαετίας του '60 και.... ισραηλινά κιμπούτς.
«Επιστροφή» σημαίνει ότι κάποιος νέος από μια μεγάλη πόλη αποφασίζει να γυρίσει «πίσω» (μα αφού ποτέ δεν ήταν εκεί, αλλά τέλος πάντων) και να ασχοληθεί με δραστηριότητες της παλαιάς καλής επαρχίας, δηλαδή αγροτιά και τα συναφή.
Αλλά για να γυρίσει ένας νέος, χρειάζονται κάποιες προϋποθέσεις.
Πρώτον, γη για να καλλιεργήσει.
Αν δεν την έχει, πρέπει να τη νοικιάσει, άρα χρειάζονται κάποια «κεφάλαια».
Δεύτερον, χρειάζεται σπίτι για να μείνει.
Επισκευάζει το πατρικό ή αγοράζει ή νοικιάζει; Και πάλι «κεφάλαια».
Τρίτον, απαιτούνται εργαλεία, μηχανήματα, λιπάσματα, ζωοτροφές, άρα και πάλι «κεφάλαια».
Και πιθανόν, τελευταίο, σχολείο για τα παιδιά και παιδικούς σταθμούς, αφού ο νέος είναι μαθημένος από τη μεγάλη πόλη και αφού αναμένεται ότι και οι δύο σύζυγοι θα εργάζονται, άρα και πάλι «κεφάλαια»...
Με λίγα λόγια είναι σαφές ότι το πιο απαραίτητο στοιχείο στην απόφαση επιστροφής δεν είναι η πρόθεση, αλλά ένα σημαντικό κεφάλαιο μόνο για την εκκίνηση επιστροφής. Εκτός αν ο επιστρέφων νέος αναμένεται και προορίζεται να δουλεύει όπως οι αλλοδαποί ήδη εργαζόμενοι στα χωράφια των ήδη αγροτών-επαρχιωτών που ήδη έχουν πιάσει τα πόστα.
Και έτσι οι νέοι αυτοί δεν θα καταγράφονται ως άνεργοι, αφού θα δουλεύουν για 3 μήνες, λ.χ. στην περίοδο της πατάτας.
Προφανώς επίσης οι εν λόγω επιστρέφοντες νέοι θα έχουν μισθούς Βουλγαρίας ή Αλβανίας, αλλά θα ισχυρίζονται αυταπατώμενοι ότι ζουν κοντά στη φύση έχοντας φύγει από τα καυσαέρια του λεκανοπεδίου (άντε και από τη Θεσσαλονίκη ή την Πάτρα) και όλοι θα είναι ευχαριστημένοι.
Θα ζήσουν λοιπόν τουλάχιστον μία δεκαετία με το όνειρο να γίνουν αγροτοεπιχειρηματίες, να αποκτήσουν πολλά στρέμματα γης, στα οποία θα καλλιεργούν... σαλιγκάρια που θα χρυσοπουλιούνται στη Γαλλία!
Αλλά όταν ξυπνήσουν από το όνειρο που δεν θα βγει αληθινό, θα ξαναγυρίσουν στην πόλη –40 χρόνων τότε–, να βρουν καμιά καλύτερη δουλειά και να θυμηθούν τα παλιά, δηλαδή το καυσαέριο, το μποτιλιάρισμα και ίσως κάποιο θέατρο.
Αυτή τη λύση σχεδιάζουν όσοι την προτείνουν;
Τους θυμίζουμε πως μέχρι και πολύ πρόσφατα το εισόδημα των αγροτών το έσωζαν οι επιδοτήσεις.
Για τα επόμενα χρόνια τι θα γίνει;
Ποιος θα εξασφαλίσει το εισόδημα των αγροτών σε μια ταλαιπωρημένη και υποαπασχολούμενη ελληνική ύπαιθρο;
Και το τελικό ερώτημα: Πού ακριβώς υπάρχει χώρος για 1,5 εκατομμύριο νέους, οι οποίοι σύμφωνα με τις έρευνες μπορούν να εισρεύσουν στην επαρχία;
Βέβαια τα παραπάνω θα αποτελέσουν τον κανόνα ..όλοι όμως έχουν το δικαίωμα να ελπίζουν πως "εγώ θα είμαι η εξαίρεση".
Tου Κώστα Λουρόπουλου
Επιφανειακά το θέμα είναι ωραίο και ελκυστικό, θυμίζει χίπις της δεκαετίας του '60 και.... ισραηλινά κιμπούτς.
«Επιστροφή» σημαίνει ότι κάποιος νέος από μια μεγάλη πόλη αποφασίζει να γυρίσει «πίσω» (μα αφού ποτέ δεν ήταν εκεί, αλλά τέλος πάντων) και να ασχοληθεί με δραστηριότητες της παλαιάς καλής επαρχίας, δηλαδή αγροτιά και τα συναφή.
Αλλά για να γυρίσει ένας νέος, χρειάζονται κάποιες προϋποθέσεις.
Πρώτον, γη για να καλλιεργήσει.
Αν δεν την έχει, πρέπει να τη νοικιάσει, άρα χρειάζονται κάποια «κεφάλαια».
Δεύτερον, χρειάζεται σπίτι για να μείνει.
Επισκευάζει το πατρικό ή αγοράζει ή νοικιάζει; Και πάλι «κεφάλαια».
Τρίτον, απαιτούνται εργαλεία, μηχανήματα, λιπάσματα, ζωοτροφές, άρα και πάλι «κεφάλαια».
Και πιθανόν, τελευταίο, σχολείο για τα παιδιά και παιδικούς σταθμούς, αφού ο νέος είναι μαθημένος από τη μεγάλη πόλη και αφού αναμένεται ότι και οι δύο σύζυγοι θα εργάζονται, άρα και πάλι «κεφάλαια»...
Με λίγα λόγια είναι σαφές ότι το πιο απαραίτητο στοιχείο στην απόφαση επιστροφής δεν είναι η πρόθεση, αλλά ένα σημαντικό κεφάλαιο μόνο για την εκκίνηση επιστροφής. Εκτός αν ο επιστρέφων νέος αναμένεται και προορίζεται να δουλεύει όπως οι αλλοδαποί ήδη εργαζόμενοι στα χωράφια των ήδη αγροτών-επαρχιωτών που ήδη έχουν πιάσει τα πόστα.
Και έτσι οι νέοι αυτοί δεν θα καταγράφονται ως άνεργοι, αφού θα δουλεύουν για 3 μήνες, λ.χ. στην περίοδο της πατάτας.
Προφανώς επίσης οι εν λόγω επιστρέφοντες νέοι θα έχουν μισθούς Βουλγαρίας ή Αλβανίας, αλλά θα ισχυρίζονται αυταπατώμενοι ότι ζουν κοντά στη φύση έχοντας φύγει από τα καυσαέρια του λεκανοπεδίου (άντε και από τη Θεσσαλονίκη ή την Πάτρα) και όλοι θα είναι ευχαριστημένοι.
Θα ζήσουν λοιπόν τουλάχιστον μία δεκαετία με το όνειρο να γίνουν αγροτοεπιχειρηματίες, να αποκτήσουν πολλά στρέμματα γης, στα οποία θα καλλιεργούν... σαλιγκάρια που θα χρυσοπουλιούνται στη Γαλλία!
Αλλά όταν ξυπνήσουν από το όνειρο που δεν θα βγει αληθινό, θα ξαναγυρίσουν στην πόλη –40 χρόνων τότε–, να βρουν καμιά καλύτερη δουλειά και να θυμηθούν τα παλιά, δηλαδή το καυσαέριο, το μποτιλιάρισμα και ίσως κάποιο θέατρο.
Αυτή τη λύση σχεδιάζουν όσοι την προτείνουν;
Τους θυμίζουμε πως μέχρι και πολύ πρόσφατα το εισόδημα των αγροτών το έσωζαν οι επιδοτήσεις.
Για τα επόμενα χρόνια τι θα γίνει;
Ποιος θα εξασφαλίσει το εισόδημα των αγροτών σε μια ταλαιπωρημένη και υποαπασχολούμενη ελληνική ύπαιθρο;
Και το τελικό ερώτημα: Πού ακριβώς υπάρχει χώρος για 1,5 εκατομμύριο νέους, οι οποίοι σύμφωνα με τις έρευνες μπορούν να εισρεύσουν στην επαρχία;
Βέβαια τα παραπάνω θα αποτελέσουν τον κανόνα ..όλοι όμως έχουν το δικαίωμα να ελπίζουν πως "εγώ θα είμαι η εξαίρεση".
Tου Κώστα Λουρόπουλου
πολύ απαισιοδοξία...όπως και να έχει σε καιρούς κρίσης η ζωή στην επαρχία είναι άκρως ποιοτικότερη...χαμηλότερο κόστος διαβίωσης ,ισχυρότεροι δεσμοί μεταξύ των πολιτών.από την άλλη αυτό που χρειαζεται πιο πολύ ο Έλληνας είναι ο τρόπος σκέψης του και ο τρόπος που ζεί.αλήθεια αν όλα τα επώδυνα μέτρα που πάρθηκαν τα έπαιρναν πίσω και αυριο το πρωί ήταν όλα όπως πριν 3 χρόνια ποιός θα θυμόταν αυτά που τραβάμε και δεν θα επέστρεφε στον πολυδάπανο μοστρατζίδικο τρόπο ζωής του;;;στην Ελλάδα που ο άνεργος έχει μίνιμουμ 20ευρώ έξοδα την ημέρα και από αυτά και τα 20 είναι καφές,ποτάκι και τσιγάρα.πρέπει να μάθουμε ότι μας προσφέρονται πολλά πραγματα δωρεάν και αυτά αξίζουν.και σίγουρα η επαρχία έχει πιο πολλά δωρεάν αυτού του είδους...
ΑπάντησηΔιαγραφή